-
1 σκευαζω
(fut. σκευάσω, aor. ἐσκεύᾰσα; pass.: pf. ἐσκεύασμαι - ион. 3 л. pl. ἐσκευάδαται)1) ( о пище) готовить, приготовлять(τὰ θηρία Her.; θοίνην Plat.; κρέα ὀπτά Diod.)
ἐκ τῶν κριθῶν ἄλφιτα σκευάζεσθαι Plat. — из ячменя приготовлять себе крупу;σ. περικόμματα ἔκ τινος Arph. — (угроза) изрубить кого-л. на мелкие куски2) изготовлять, делать(τινὴ εἴδωλον σ. Her.; χαλινόν Plat.)
3) готовить, затевать, устраивать, тж. причинять, доставлять(ἡδονήν Plat.)
τὸν πρὸς βασιλέα πόλεμον σκευάζεσθαι Her. — готовиться к войне с (персидским) царем;εἰς πρᾶγμα νεοχμὸν σκευάζεσθαι Eur. — затевать нечто новое4) наделять, снабжать (только pass.)τοῖσι ποταμοῖσι οὕτω οἱ Σκύθαι ἐσκευάδαται Her. — так вот какими реками располагают скифы;λαμβάνων τι καὴ σκευαζόμενος Plut. — захватывая что-л. и делая запасы5) одевать, наряжать(τινὰ ὥσπερ γυναῖκα Arph.)
εὐνοῦχος ἐσκευασμένος Arph. — наряженный евнухом6) вооружать(τινὰ πανοπλίῃ Her.)
ἕκαστοι ἐσκευασμένοι Thuc. — все в полном вооружении7) украшать -
2 καλλωπιζω
1) украшать, приукрашивать(τὸ ὄνομα Plat.)
; разукрашивать(τέν πόλιν ὥσπερ γυναῖκα Plut.)
κεκαλλωπισμένη τὸ χρῶμα Xen. — с накрашенным лицом2) med. прикрашиваться, наряжатьсяταῦτα δέ ἐκαλλωπισάμην Plat. — вот я и нарядился;
κ. περὴ κόμην Plut. — красиво причесываться3) med. кокетничать, рисоваться, чваниться(πρός τινα Plat., Plut.; περὴ τῶν ἀκριβῶς γνωριζομένων Arst.)
4) med. гордиться(τινι Plat., Plut. и ἐπί τινι Plat., Arst.)
5) med. делать вид, притворятьсяλόγῳ παραιτεῖσθαι καλλωπιζόμενος Plut. — на словах делая вид, что отклоняет (диктаторские полномочия)
См. также в других словарях:
προτελώ — έω, Α [προτελής] 1. πληρώνω ως φόρο 2. πληρώνω, δαπανώ εκ τών προτέρων («ἔδει γὰρ προτελέσαι τι πρὸς τὰς θυσίας», Λουκ.) 3. δανείζω εκ τών προτέρων 4. προμυώ, προπαρασκευάζω κάποιον για ένα μυστήριο («ψυχὴ προκαθαίρεται ὥσπερ ἐν ἱεροῑς… … Dictionary of Greek
υποδέχομαι — ὑποδέχομαι, ΝΜΑ και ιων. τ. ὑποδέκομαι και ὑποδέχνυμαι, Α 1. δέχομαι, συγκεντρώνω κάτι που πέφτει ή που ρέει από πάνω (α. «η δεξαμενή υποδέχεται τα λύματα τού εργοστασίου» β. «ἀγγεῑον τὸ μέλλον ὑποδέξεσθαι τὸ ὕδωρ», Ήρων) 2. δέχομαι με… … Dictionary of Greek